νυχιάζω

νυχιάζω
νύχιασα, γρατσουνίζω με το νύχι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νυχιάζω — 1. προξενώ αμυχή με το νύχι, Υρατσουνίζω 2. χαράζω σε σκληρή επιφάνεια σημάδι με το νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι ή νυχιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”